- επαΐοντες
- οι (Α ἐπαΐοντες)πληθ. μτχ. ενεστ. τού αρχ. ρ. ἐπαΐωαυτοί που γνωρίζουν καλά, οι ειδικοί, ειδήμονες, γνώστες.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπαίοντες — ἐπαΐοντες , ἐπαίω pres part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επαΐω — (Α ἐπαΐω και συνηρ. ἐπᾴω) νεοελλ. αρχ. η μτχ. επαΐων, επαΐοντες οι επιστημονικά καταρτισμένοι σ έναν τομέα, οι ειδικοί, οι γνώστες, οι ειδήμονες αρχ. 1. ακούω με προσοχή, επακούω («κυνοθρασεῑς θεῶν ἐπαΐοντες οὐδέν», Αισχύλ.) 2. αντιλαμβάνομαι,… … Dictionary of Greek
κυνοθαρσής — ή κυνοθρασής, ές (Α) θρασύς σαν σκύλος («κυνοθαρσείς, θεῶν ἐπαΐοντες οὐδέν», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο)* + θαρσής (< θάρσος «θάρρος»), πρβλ. δορυ θαρσής λυκο θαρσής] … Dictionary of Greek
απειροστικός λογισμός — Ένας από τους πιο βασικούς και δημιουργικούς κλάδους των μαθηματικών. Η προσφορά του στον ανθρώπινο πολιτισμό, ανεξάρτητα από τη γοητευτική ομορφιά των εννοιών και των μεθόδων του που αφορά τους επαΐοντες, είναι τεράστια. Γενικά, η οφειλή της… … Dictionary of Greek
ЕВАНГЕЛИЕ. ЧАСТЬ II — Язык Евангелий Проблема новозаветного греческого Дошедшие до нас оригинальные тексты НЗ написаны на древнегреч. языке (см. ст. Греческий язык); существующие версии на др. языках это переводы с греческого (или с др. переводов; о переводах… … Православная энциклопедия